- συναρέσκω
- ΜΑ, αττ. και επικ. τ. ξυναρέσκω Α [ἀρέσκω]1. (κυρίως ως τριτοπρόσ.) συναρέσκει (ενν. μοι)αρέσει και σε μένα επίσης, ευαρεστούμαι και εγώ ταυτόχρονα με άλλον («οὐδέ γε τὸ φρουροὺς μισθῶσαι, συνήρεσκέ μοι», Ξεν.)2. (μέσ. και παθ.) συναρέσκομαια) ευχαριστιέμαι με κάτι ταυτόχρονα με κάποιον άλλοβ) επιδοκιμάζω, εγκρίνωγ) παραχωρώ, παρέχω σε κάποιον κάτιδ) συμφωνώ με κάποιον3. φρ. «οἱ συναρέσαντες μισθοί» — μισθοί καθορισμένοι με συμφωνία.
Dictionary of Greek. 2013.